- κυσολαμπίς
- κυσολαμπίςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυσολαμπίς — κυσολαμπίς, ίδος, ἡ (Α) η πυγολαμπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + λαμπίς (< λάμπω), πρβλ. πυγο λαμπίς, χρυσο λαμπίς] … Dictionary of Greek